Περίληψη

Η υπόθεση αφορά την προσφυγή από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κατά της απόφασης του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών Ε.Σ.Υ. που επέβαλε σε ιατρό την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης για ένα έτος με πλήρη στέρηση αποδοχών για πειθαρχικά αδικήματα. Η προσφυγή επιδιώκει την επιβολή δυσμενέστερης ποινής, ιδιαίτερα την οριστική παύση, στον ιατρό για τα ίδια παραπτώματα. Το άρθρο 77 του ν. 2071/1992 και ο ν. 3418/2005 προσδιορίζουν τις πειθαρχικές παραβάσεις και τις αντίστοιχες ποινές για παραβάσεις κανόνων ιατρικής δεοντολογίας, επιβάλλοντας έτσι τη συμμόρφωση των ιατρών με τις αρχές του επαγγέλματος και την προστασία των ασθενών. Η υπόθεση αναφέρεται στην καταδίκη ενός ιατρού για άσεμνες πράξεις σε βάρος ανηλίκου, και τη συνέχεια των πειθαρχικών διαδικασιών που ακολούθησαν μετά την ποινική καταδίκη του. Η πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση και η εφετειακή επικύρωση της καταδίκης του ιατρού οδήγησαν στην εκκίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας από την ιατρική διοίκηση για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η ποινική καταδίκη του ιατρού για άσεμνες πράξεις σε βάρος ανηλίκου λαμβάνεται ως βάση για την εκκίνηση πειθαρχικής διαδικασίας. Τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο ιατρός, κρίθηκαν ως πράξεις που συνιστούν παραβίαση των υπαλληλικών και ιατρικών καθηκόντων και δεοντολογίας, επισύροντας την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Επεβλήθη η ποινή της προσωρινής παύσης με πλήρη στέρηση αποδοχών. H προσφυγή του ιατρού κατά της πειθαρχικής απόφασης δεν παραπέμφθηκε σωστά από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, παρόλο που έπρεπε να γίνει λόγω της ταυτόχρονης ασκήσεως προσφυγής από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, που απέρριψε την προσφυγή του ιατρού χωρίς να την παραπέμψει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν δημιουργεί δεδικασμένο που να δεσμεύει την εξέταση της υπόθεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτό σημαίνει ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την εξουσία να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση και να αποφασίσει ανεξάρτητα για την επιβολή της καταλληλότερης πειθαρχικής ποινής, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την επιβολή βαρύτερης ποινής από αυτή που είχε αρχικά επιβληθεί από το πειθαρχικό συμβούλιο. Το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών τα οποία ταυτίζονται με αυτά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση των επίδικων πειθαρχικών παραπτωμάτων, κρίνει ότι ο ιατρός υπέπεσε στο σύνολο των αποδιδόμενων με την προσβαλλόμενη απόφαση πειθαρχικών παραπτωμάτων και κρίνει ότι προσήκουσα για τα παραπτώματα αυτά πειθαρχική ποινή είναι η ποινή της οριστικής παύσεως.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων