Περίληψη

Ο θεσμός των αποδεικτικών απαγορεύσεων περιορίζει την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας προς τον σκοπό προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις διακρίνονται κυρίως σε αποδεικτικές απαγορεύσεις κτήσης και αξιοποίησης. Στις περιπτώσεις που ο νόμος δεν προβλέπει ρητή απαγόρευση αξιοποίησης, εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο η θεωρία της στάθμισης. Ωστόσο, οι διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 3 Σ. και 177 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως ισχύουν σήμερα, έχουν θεσπίσει απόλυτη απαγόρευση αξιοποίησης παράνομων αποδεικτικών μέσων θέτοντας στο περιθώριο τη θεωρία της στάθμισης, αν και θεωρία και νομολογία εξακολουθούν να δέχονται ότι ο απόλυτος κανόνας πρέπει να κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως όταν διακυβεύεται η αθώωση του κατηγορουμένου. Παρά την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, ο κοινός νομοθέτης επέτρεψε, υπό προϋποθέσεις, τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων για ορισμένα σοβαρά οικονομικά εγκλήματα, με αποτέλεσμα η σχετική διάταξη (σημερινό άρθρο 14 Ν. 4637/2019), να επικριθεί ευρέως ως αντίθετη προς το Σύνταγμα.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων