ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 63/2025 Δικονομία ΣτΕ - Επιτρεπτό αίτησης αναίρεσης - Προσδιορισμός ποσού διαφοράς - Εξέταση των προϋποθέσεων παραδεκτού πριν την έρευνα κάθε άλλου ζητήματος, περιλαμβανομένων των αυτεπαγγέλτως εξεταζομένων - Εξαιρέσεις
Ανάρτηση: 24/04/2025
Με την κρινόμενη αίτηση, ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Ελληνικού Δημοσίου. Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είχε δεχθεί την προσφυγή του αναιρεσείοντος, αλλά η έφεση του Δημοσίου οδήγησε στην εξαφάνιση της απόφασης και στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης άσκησης.
Η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου επέβαλε στον αναιρεσείοντα κυρώσεις κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 του Ν. 2523/1997, περιλαμβάνοντας την απώλεια του δικαιώματος συμμετοχής σε δημοπρασίες του Δημοσίου, την απαγόρευση σύναψης συμβάσεων με το Δημόσιο και άλλους δημόσιους φορείς για τρία χρόνια, καθώς και την απώλεια του δικαιώματος λήψης δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου για τρία χρόνια.
Η προσφυγή του αναιρεσείοντος αφορούσε την ακύρωση αποφάσεων ΔΕΔ, με τις οποίες απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή του κατά οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ.
Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989, όπως έχει τροποποιηθεί από τον Ν. 3900/2010 και τον Ν. 4446/2016. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, όταν με κοινή προσφυγή έχουν προσβληθεί περισσότερες πράξεις και επ’ αυτής έχει εκδοθεί κοινή απόφαση, ως ποσό του αντικειμένου της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, λαμβάνεται το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πράξη χωριστά. Περαιτέρω, εφόσον με την επίδικη πράξη της φορολογικής διοίκησης έχει επιβληθεί κύριος και πρόσθετος φόρος, για τον υπολογισμό του ποσού της διαφοράς, δεν λαμβάνεται, κατ’ αρχήν, υπόψη ο πρόσθετος φόρος, εκτός αν με την αίτηση αναίρεσης προβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι σε αυτοτελείς πλημμέλειες της επιβολής του πρόσθετου φόρου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επισημαίνει ότι η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων παραδεκτού προηγείται της έρευνας κάθε ζητήματος που ανάγεται στον έλεγχο του βασίμου του ενδίκου μέσου, ακόμη και εκείνων των ζητημάτων που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, είτε ανάγονται στη δημόσια τάξη είτε όχι, με την εξαίρεση εκείνων που αφορούν τη δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου καθώς και των συναπτομένων με τη φύση της διαφοράς, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως διοικητικής διαφοράς ουσίας ή ως ακυρωτικής διαφοράς. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στην αρχή του νόμιμου δικαστή, η οποία αποκλείει την αφαίρεση συγκεκριμένης υπόθεσης από τον βάσει γενικών διατάξεων οριζόμενο δικαστή, αλλά δεν δεσμεύει τον νομοθέτη στον καθορισμό της έκτασης του αναιρετικού ελέγχου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η διαφορά υπολείπεται του νομίμου ορίου. Ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι η αίτηση είναι κατ’ εξαίρεση παραδεκτή, δεδομένου ότι με τους λόγους αναίρεσης τίθενται ζητήματα δημόσιας τάξης εξεταζόμενα αυτεπαγγέλτως, ήτοι το ζήτημα της τήρησης της προθεσμίας ως προϋπόθεσης παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής και το ζήτημα της υπέρβασης της δικαιοδοσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου λόγω παραβίασης του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του δικάσαντος διοικητικού δικαστηρίου ως προς το χαρακτηρισμό της διαφοράς ως διοικητικής ή ιδιωτικής ή σχετικά με τη φύση της διαφοράς, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η εξέταση και μόνο των οποίων, προηγείται της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.